Έγκριση στα ουκρανικά
Μετάφραση: έγκριση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
санкція, згоду, утвердження, злагода, ствердження, згода, твердження, апробація, затвердження
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έγκριση
έγκριση περιβαλλοντικών όρων, έγκριση αρχαιολογίας για οικοδομές, έγκριση κοινωνικού μερίσματος, έγκριση αίτησης κοινωνικού μερίσματος, έγκριση δόμησης, έγκριση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έγκριση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- έγκλημα στα ουκρανικά - злочинність, злочин, злочину
- έγκλιση στα ουκρανικά - жебрачка, жебрак, настрій, настроение
- έγκυος στα ουκρανικά - змістовність, вагітність, багатство, вагітна, вагітною
- έγκυρος στα ουκρανικά - владний, значний, авторитетний, надійний, дійсний, дійсну, справжній
Τυχαίες λέξεις
Έγκριση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: санкція, згоду, утвердження, злагода, ствердження, згода, твердження, апробація, затвердження
Μεταφράσεις: санкція, згоду, утвердження, злагода, ствердження, згода, твердження, апробація, затвердження