Έκταση στα δανικά

Μετάφραση: έκταση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
område, området, areal
Έκταση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκταση

έκταση αθήνας, έκταση πάτρας, έκταση της ελλάδας, έκταση δήμων, έκταση ελληνικού, έκταση λεξικό γλώσσας δανικά, έκταση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έκρηξη στα δανικά - sprængning, eksplosion, detonation, eksplosionen, eksplosionsbeskyttelse, eksplosionsfare
  • έκσταση στα δανικά - ecstasy, ekstase, af ecstasy
  • έκτος στα δανικά - sjette, sjettedel, det sjette, i sjette
  • έκτρωση στα δανικά - abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
Τυχαίες λέξεις
Έκταση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: område, området, areal