Έκταση στα ισλανδικά

Μετάφραση: έκταση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svæði, svæðið, svæðinu
Έκταση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκταση

έκταση αθήνας, έκταση πάτρας, έκταση της ελλάδας, έκταση δήμων, έκταση ελληνικού, έκταση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έκταση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • έκρηξη στα ισλανδικά - gos, sprenging, sprengingu, Sprengingin, valdið sprengingu, sprengivörn
  • έκσταση στα ισλανδικά - alsælu, Ecstasy, Alsæla, e, algleymið
  • έκτος στα ισλανδικά - sjötti, sjötta, sjöttu, sjötta sæti
  • έκτρωση στα ισλανδικά - fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu
Τυχαίες λέξεις
Έκταση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: svæði, svæðið, svæðinu