Έξαλλος στα δανικά
Μετάφραση: έξαλλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rasende, rasende over, vred
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έξαλλος
έξαλλος ο τριαντάφυλλος, έξαλλος συνώνυμα, έξαλλος ο παπαδάκης με email για την χρυσή αυγή, έξαλλος έλληνας τραγουδιστής με τις φήμες που τον θέλουν γκέι, έξαλλος πιτσιρικάς κατεβάζει τη s€xy φούστα της μητέρας του, έξαλλος λεξικό γλώσσας δανικά, έξαλλος στα δανικά
Μεταφράσεις
- έντονος στα δανικά - tyk, intens, intense, intenst, intensiv, en intens
- ένωση στα δανικά - sammenslutning, forening, union, Unions, Unionen, Unionens
- έξαρση στα δανικά - opstemthed, elation, glæden, eufori
- έξη στα δανικά - sædvane, vane, seks, på seks
Τυχαίες λέξεις
Έξαλλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rasende, rasende over, vred
Μεταφράσεις: rasende, rasende over, vred