Έξαλλος στα ουκρανικά

Μετάφραση: έξαλλος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
божевільний, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний
Έξαλλος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξαλλος

έξαλλος ο τριαντάφυλλος, έξαλλος συνώνυμα, έξαλλος ο παπαδάκης με email για την χρυσή αυγή, έξαλλος έλληνας τραγουδιστής με τις φήμες που τον θέλουν γκέι, έξαλλος πιτσιρικάς κατεβάζει τη s€xy φούστα της μητέρας του, έξαλλος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έξαλλος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • έντονος στα ουκρανικά - намір, крутий, високий, гострий, гостра, самовпевнений, сміливий, ...
  • ένωση στα ουκρανικά - поєднування, злиття, союз, зливання, цех, згода, профспілку, ...
  • έξαρση στα ουκρανικά - гомін, бум, репетувати, густи, гриміти, кричати, захват, ...
  • έξη στα ουκρανικά - статуру, розбудови, звичай, властивість, одягання, шість, шестеро, ...
Τυχαίες λέξεις
Έξαλλος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: божевільний, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний