Έξαλλος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: έξαλλος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бесен, гневни, фуриозна, фуриозно, лути
Έξαλλος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξαλλος

έξαλλος ο τριαντάφυλλος, έξαλλος συνώνυμα, έξαλλος ο παπαδάκης με email για την χρυσή αυγή, έξαλλος έλληνας τραγουδιστής με τις φήμες που τον θέλουν γκέι, έξαλλος πιτσιρικάς κατεβάζει τη s€xy φούστα της μητέρας του, έξαλλος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, έξαλλος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • έντονος στα σλαβομακεδονικά - интензивна, интензивен, интензивни, интензивната, интензивно
  • ένωση στα σλαβομακεδονικά - брак, парење, Унија, Унијата, сојуз, синдикатот, синдикат
  • έξαρση στα σλαβομακεδονικά - занес, воодушевеност, восхит, занесеност, радост
  • έξη στα σλαβομακεδονικά - шест
Τυχαίες λέξεις
Έξαλλος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: бесен, гневни, фуриозна, фуриозно, лути