Αιτούμαι στα δανικά

Μετάφραση: αιτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
benytte, bruge, anmoder hermed om, anmoder hermed, ansøger hermed, ansøger hermed om, anmoder hermed om at
Αιτούμαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτούμαι

αιτούμαι την χορήγηση δικαιωμάτων εθνικού αποθέματος για την περίοδο 2014, αιτούμαι αρχικοι χρονοι, αιτούμαι σύνταξη, αιτούμαι της, αιτούμαι κλίση, αιτούμαι λεξικό γλώσσας δανικά, αιτούμαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αιτιολογία στα δανικά - anledning, årsag, fornuft, bevæggrund, grund, ræsonnement, begrundelse, ...
  • αιτιολογώ στα δανικά - rationalisere, rationalisering, rationalisering af, at rationalisere, en rationalisering
  • αιτώ στα δανικά - vil gerne anmode, vil gerne anmode om, gerne vil anmode, gerne vil anmode om, vil anmode om
  • αιτών στα δανικά - ansøger, sagsøgeren, ansøgeren, sagsøgerens, sagsoegeren
Τυχαίες λέξεις
Αιτούμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: benytte, bruge, anmoder hermed om, anmoder hermed, ansøger hermed, ansøger hermed om, anmoder hermed om at