Αιτούμαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αιτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplicar, empregar, usar, solicitação ora, de solicitação ora
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτούμαι
αιτούμαι την χορήγηση δικαιωμάτων εθνικού αποθέματος για την περίοδο 2014, αιτούμαι αρχικοι χρονοι, αιτούμαι σύνταξη, αιτούμαι της, αιτούμαι κλίση, αιτούμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αιτούμαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αιτιολογία στα πορτογαλικά - móvel, razoabilidade, raciocinar, razão, causa, raciocínio, fundamentação, ...
- αιτιολογώ στα πορτογαλικά - racionalizar, racional, racionalização, racionalizar a, racionalizar os, racionalizar o
- αιτώ στα πορτογαλικά - pospor, adiar, postulado, gostaria de pedir a, gostaria de pedir, gostaria de solicitar, deseja solicitar, ...
- αιτών στα πορτογαλικά - pretendente, requerente, candidato, recorrente, demandante
Τυχαίες λέξεις
Αιτούμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aplicar, empregar, usar, solicitação ora, de solicitação ora
Μεταφράσεις: aplicar, empregar, usar, solicitação ora, de solicitação ora