Ακατάστατος στα δανικά

Μετάφραση: ακατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjusket, slovenly, sjuskede, sjuske, meget ordenlig
Ακατάστατος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακατάστατος

ακατάστατος κύκλος περιόδου, ακατάστατος λεξικό γλώσσας δανικά, ακατάστατος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακατάδεχτος στα δανικά - hovmodige, hovmodig, stolte, stolt, hovmode
  • ακατάλληλος στα δανικά - uegnet, uegnede, ikke tilberedte, tilberedte, upassende
  • ακατέργαστος στα δανικά - rå, råsukker, råt, ufortyndede, raa
  • ακαταστασία στα δανικά - forstyrrelse, uorden, forvirring, rodet
Τυχαίες λέξεις
Ακατάστατος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sjusket, slovenly, sjuskede, sjuske, meget ordenlig