Ακατάστατος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ακατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ношений, неохайний, незначний, жалкий, порваний, пани, жалюгідний, безладний, неохайного, неопрятний, неохайна
Ακατάστατος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακατάστατος

ακατάστατος κύκλος περιόδου, ακατάστατος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακατάστατος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ακατάδεχτος στα ουκρανικά - віддалік, гордовитий, пихатий, зарозумілий, бундючний, гордовита
  • ακατάλληλος στα ουκρανικά - негожий, негідний, нерозуміння, непридатний, невідповідний, непідходящий
  • ακατέργαστος στα ουκρανικά - непродуманий, неочищений, кричущий, сирій, вогкий, сировину, сировина, ...
  • ακαταστασία στα ουκρανικά - порушення, безладдя, неохайність, неопрятность
Τυχαίες λέξεις
Ακατάστατος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ношений, неохайний, незначний, жалкий, порваний, пани, жалюгідний, безладний, неохайного, неопрятний, неохайна