Αμυχή στα δανικά
Μετάφραση: αμυχή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kradse, skrabe, scarification, skarifikation
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμυχή
αμυχή λεξικο, αμυχή λεξικό γλώσσας δανικά, αμυχή στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμυδρός στα δανικά - svag, mørk, dim, dæmpe, dæmpes, dæmpet, svagt
- αμυντικός στα δανικά - defensiv, defensive, forsvar, forsvarsfejl, defensiven
- αμφίβιο στα δανικά - padde, amfibieflyvemaskine, amfibiedyr, amfibiefly, padder
- αμφίβιος στα δανικά - amfibiekøretøjer, amfibie, amfibiske, amfibisk, amfibietransportfartøj
Τυχαίες λέξεις
Αμυχή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kradse, skrabe, scarification, skarifikation
Μεταφράσεις: kradse, skrabe, scarification, skarifikation