Αμυχή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αμυχή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скарификация
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμυχή
αμυχή λεξικο, αμυχή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αμυχή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αμυδρός στα λευκορωσικά - тямны, хваля, цьмяны, бляклы, цьмянае, бляклае
- αμυντικός στα λευκορωσικά - абарончы, абаронны, абараняльны
- αμφίβιο στα λευκορωσικά - амфібія
- αμφίβιος στα λευκορωσικά - дэсантны
Τυχαίες λέξεις
Αμυχή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: скарификация
Μεταφράσεις: скарификация