Ανακατεμένος στα δανικά

Μετάφραση: ανακατεμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
promiskuøs, promiskuøse, flane, promiscuous, promiskuos
Ανακατεμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακατεμένος

ανακατεμένοσ συνώνυμα, ανακατεμένος λεξικό γλώσσας δανικά, ανακατεμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανακαλύπτω στα δανικά - opdage, oplev, opleve, finde, opdager
  • ανακαλώ στα δανικά - tilbagekaldelse, husker, tilbagekaldelsen, huske, tilbagekaldelse af
  • ανακατεύω στα δανικά - mix, blande, bland, blandes, blander
  • ανακατώνω στα δανικά - tousle
Τυχαίες λέξεις
Ανακατεμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: promiskuøs, promiskuøse, flane, promiscuous, promiskuos