Ανακατεμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανακατεμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
divers, sortering, gemengd, promiscue, promiscuous, promiscu, promiscueuze
Ανακατεμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακατεμένος

ανακατεμένοσ συνώνυμα, ανακατεμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανακατεμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανακαλύπτω στα ολλανδικά - overblijfsel, afbakenen, trekken, spoor, voetspoor, uittekenen, aftekenen, ...
  • ανακαλώ στα ολλανδικά - annulering, afschaffing, annuleren, tenietdoen, intrekking, vernietigen, ontbinding, ...
  • ανακατεύω στα ολλανδικά - wassen, verwarren, opschudding, ontroeren, mengen, beweging, troebelen, ...
  • ανακατώνω στα ολλανδικά - mengen, mengsel, temperen, wassen, verwarren, mixen, vermengen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακατεμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: divers, sortering, gemengd, promiscue, promiscuous, promiscu, promiscueuze