Ανακατεμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανακατεμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мотиви, нерозбірливий, нерозбірлива
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακατεμένος
ανακατεμένοσ συνώνυμα, ανακατεμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανακατεμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανακαλύπτω στα ουκρανικά - вбачати, накидати, знаходити, встановити, довідуватися, розкривати, виявляти, ...
- ανακαλώ στα ουκρανικά - знищувати, відшкодування, оплата, відшкодовування, знищити, винагорода, анулюйте, ...
- ανακατεύω στα ουκρανικά - розмішування, змішайтеся, рукавиці, грязь, ворушіння, грязюка, хвилювати, ...
- ανακατώνω στα ουκρανικά - рукавиці, куйовдити, куйовдить
Τυχαίες λέξεις
Ανακατεμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мотиви, нерозбірливий, нерозбірлива
Μεταφράσεις: мотиви, нерозбірливий, нерозбірлива