Ανακατεμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: ανακατεμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasileidęs, mišrus, nesirenkantis, atsitiktinis, doroviškai pakrikęs
Ανακατεμένος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακατεμένος

ανακατεμένοσ συνώνυμα, ανακατεμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανακατεμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ανακαλύπτω στα λιθουανικά - atradėjas, aptikti, atrasti, ekskursijas po, po, atrasite, sužinoti
  • ανακαλώ στα λιθουανικά - prisiminti, priminti, atšaukimas, išėmimas iš apyvartos, atšaukti
  • ανακατεύω στα λιθουανικά - maišyti, sumaišyti, sumaišoma, sumaišykite, išmaišykite
  • ανακατώνω στα λιθουανικά - draikyti, velti, suvelti, Pokudłać, išdraikyti
Τυχαίες λέξεις
Ανακατεμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pasileidęs, mišrus, nesirenkantis, atsitiktinis, doroviškai pakrikęs