Ανακατεμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: ανακατεμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
promiscuo, promiscua, promiscui, promiscuità, promiscue
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακατεμένος
ανακατεμένοσ συνώνυμα, ανακατεμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανακατεμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανακαλύπτω στα ιταλικά - scovare, tracciare, orma, vestigio, dissotterrare, rintracciare, impronta, ...
- ανακαλώ στα ιταλικά - annullare, abrogare, richiamo, Recall, di richiamo, il richiamo, richiamare
- ανακατεύω στα ιταλικά - tumulto, muovere, disordine, commistione, impastare, miscela, mischiare, ...
- ανακατώνω στα ιταλικά - impastare, miscuglio, mischiare, commistione, miscela, mescolare, mettere in disordine, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακατεμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: promiscuo, promiscua, promiscui, promiscuità, promiscue
Μεταφράσεις: promiscuo, promiscua, promiscui, promiscuità, promiscue