Αναπροσαρμόζομαι στα δανικά

Μετάφραση: αναπροσαρμόζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
justerede, justeret, korrigerede, indstillede, korrigeret
Αναπροσαρμόζομαι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπροσαρμόζομαι

αναπροσαρμόζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, αναπροσαρμόζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναπολώ στα δανικά - huske, erindre, husker, mindes
  • αναποτελεσματικός στα δανικά - ineffektiv, ineffektive, ineffektivt, virkning, virkningsløse
  • αναπτήρας στα δανικά - lighter, lettere, lysere, lægter, lighteren
  • αναπτύσσομαι στα δανικά - uddanne, figurer, former, udformninger, Karriere Begivenheder
Τυχαίες λέξεις
Αναπροσαρμόζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: justerede, justeret, korrigerede, indstillede, korrigeret