Αναπροσαρμόζομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: αναπροσαρμόζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakoreguotas, pakoreguota, koreguota, koreguotas, patikslinta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπροσαρμόζομαι
αναπροσαρμόζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναπροσαρμόζομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναπολώ στα λιθουανικά - prisiminti, prisimena, prisimenate, atsiminti
- αναποτελεσματικός στα λιθουανικά - neveiksmingas, neefektyvus, neveiksminga, neveiksmingos, neveiksmingi
- αναπτήρας στα λιθουανικά - žiebtuvėlis, lengvesni, lengvesnis, žiebtuvėlio, lengvesnės
- αναπτύσσομαι στα λιθουανικά - ugdyti, dresiruoti, mokyti, formos, figūros, figūras, formų, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπροσαρμόζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pakoreguotas, pakoreguota, koreguota, koreguotas, patikslinta
Μεταφράσεις: pakoreguotas, pakoreguota, koreguota, koreguotas, patikslinta