Αναπροσαρμόζομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναπροσαρμόζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangepaste, gecorrigeerde, bijgestelde, aangepast, ingestelde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπροσαρμόζομαι
αναπροσαρμόζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναπροσαρμόζομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναπολώ στα ολλανδικά - herinneren, herinner, herinner me, onthouden, te herinneren
- αναποτελεσματικός στα ολλανδικά - ineffectief, ineffectieve, ondoeltreffend, niet effectief, inefficiënt
- αναπτήρας στα ολλανδικά - aansteker, vuurmaker, aak, lichter, lichtere, lichte, lichter is
- αναπτύσσομαι στα ολλανδικά - uitbreiden, openbaren, formeren, evolueren, vormen, shapes, modellen, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπροσαρμόζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aangepaste, gecorrigeerde, bijgestelde, aangepast, ingestelde
Μεταφράσεις: aangepaste, gecorrigeerde, bijgestelde, aangepast, ingestelde