Αναπροσαρμόζομαι στα τσεχικά

Μετάφραση: αναπροσαρμόζομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přizpůsobit, poupravit, upravená, upravený, nastavený, nastavená, korigovaná
Αναπροσαρμόζομαι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπροσαρμόζομαι

αναπροσαρμόζομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, αναπροσαρμόζομαι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αναπολώ στα τσεχικά - vzpomínat, vzpomenout si, vzpomenout, vzpomínám, si vzpomenout
  • αναποτελεσματικός στα τσεχικά - neúčinný, nedostatečný, neúčinné, neefektivní, neúčinná, neúčinnou
  • αναπτήρας στα τσεχικά - zapalovač, lehčí, světlejší, zapalovače
  • αναπτύσσομαι στα τσεχικά - zdokonalit, vyvolat, vytvořit, rozvíjet, odhalit, školit, vyškolit, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπροσαρμόζομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přizpůsobit, poupravit, upravená, upravený, nastavený, nastavená, korigovaná