Αναπόφευκτα στα δανικά

Μετάφραση: αναπόφευκτα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uundgåeligt, uvægerligt, nødvendigvis, uundgåeligt vil
Αναπόφευκτα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτα

αναπόφευκτα στα αγγλικα, αναπόφευκτα συνώνυμα, αναπόφευκτα λεξικό γλώσσας δανικά, αναπόφευκτα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναπτύσσομαι στα δανικά - uddanne, figurer, former, udformninger, Karriere Begivenheder
  • αναπτύσσω στα δανικά - uddanne, udvikle, at udvikle, udvikler, udvikling, udarbejde
  • αναπόφευκτος στα δανικά - uundgåelig, uundgåelige, uundgåeligt, undgås
  • αναρριχώμαι στα δανικά - scramble, kapløbet, kamp, kapløb, klatretur
Τυχαίες λέξεις
Αναπόφευκτα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uundgåeligt, uvægerligt, nødvendigvis, uundgåeligt vil