Αναπόφευκτα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναπόφευκτα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inevitavelmente, inevitável
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτα
αναπόφευκτα στα αγγλικα, αναπόφευκτα συνώνυμα, αναπόφευκτα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναπόφευκτα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναπτύσσομαι στα πορτογαλικά - evolucionar, estabelecer, prejudicial, evoluir, evolua, torne, incrementar, ...
- αναπτύσσω στα πορτογαλικά - incrementar, desenvolver, torne, prejudicial, revelar, desenvolvimento, desenvolvem, ...
- αναπόφευκτος στα πορτογαλικά - inevitável, inevitáveis
- αναρριχώμαι στα πορτογαλικά - ascender, alar, atropelo, passeio, subida, corrida, precipitação
Τυχαίες λέξεις
Αναπόφευκτα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inevitavelmente, inevitável
Μεταφράσεις: inevitavelmente, inevitável