Αναπόφευκτα στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναπόφευκτα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvermijdelijk, noodzakelijkerwijs, onherroepelijk
Αναπόφευκτα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτα

αναπόφευκτα στα αγγλικα, αναπόφευκτα συνώνυμα, αναπόφευκτα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναπόφευκτα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναπτύσσομαι στα ολλανδικά - uitbreiden, openbaren, formeren, evolueren, vormen, shapes, modellen, ...
  • αναπτύσσω στα ολλανδικά - formeren, openbaren, uitbreiden, ontwikkelen, te ontwikkelen, ontwikkeling, ontwikkeling van, ...
  • αναπόφευκτος στα ολλανδικά - onvermijdelijk, onvermijdelijke, onvermijdelijk is, het onvermijdelijk, onontkoombaar
  • αναρριχώμαι στα ολλανδικά - opgaan, opkomen, rijzen, opstaan, klauteren, wedloop, Scramble, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπόφευκτα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onvermijdelijk, noodzakelijkerwijs, onherroepelijk