Αναπόφευκτα στα ισλανδικά
Μετάφραση: αναπόφευκτα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óhjákvæmilega, óhjákvæmilega að, óhjákvæmilegt, óumflýjanlega, óhjákvæmilega í
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτα
αναπόφευκτα στα αγγλικα, αναπόφευκτα συνώνυμα, αναπόφευκτα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναπόφευκτα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αναπτύσσομαι στα ισλανδικά - þróast, framkalla, form, lögun, stærðum, colours, form til
- αναπτύσσω στα ισλανδικά - þróast, framkalla, þróa, að þróa, þróun, koma
- αναπόφευκτος στα ισλανδικά - óhjákvæmilegt, óhjákvæmileg, óumflýjanleg, óumflýjanlegt, óumflýjanlegur
- αναρριχώμαι στα ισλανδικά - Scramble
Τυχαίες λέξεις
Αναπόφευκτα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óhjákvæmilega, óhjákvæmilega að, óhjákvæmilegt, óumflýjanlega, óhjákvæmilega í
Μεταφράσεις: óhjákvæmilega, óhjákvæmilega að, óhjákvæmilegt, óumflýjanlega, óhjákvæmilega í