Αναπόφευκτα στα εσθονικά
Μετάφραση: αναπόφευκτα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vältimatult, paratamatult, kindlasti, vältimatu, kahtlemata
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπόφευκτα
αναπόφευκτα στα αγγλικα, αναπόφευκτα συνώνυμα, αναπόφευκτα λεξικό γλώσσας εσθονικά, αναπόφευκτα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αναπτύσσομαι στα εσθονικά - arenema, ilmutama, kuju, kujundeid, kujundid, kujusid, kujuga
- αναπτύσσω στα εσθονικά - arenema, ilmutama, arendama, arendada, töötada välja, välja töötada, välja töötama
- αναπόφευκτος στα εσθονικά - paratamatus, vältimatu, paratamatu, vältimatud, möödapääsmatu
- αναρριχώμαι στα εσθονικά - rüselus, Skrambleeri, scramble, kisklema
Τυχαίες λέξεις
Αναπόφευκτα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vältimatult, paratamatult, kindlasti, vältimatu, kahtlemata
Μεταφράσεις: vältimatult, paratamatult, kindlasti, vältimatu, kahtlemata