Ανεξάρτητος στα δανικά
Μετάφραση: ανεξάρτητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uafhængig, uafhængige, uafhængigt, selvstændig, selvstændigt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεξάρτητος
ανεξάρτητος ενωτικός συνδυασμός, ανεξάρτητος παρατηρητής, ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος, ανεξάρτητος ευρωβουλευτής κρίτων αρσένης, ανεξάρτητος συνδυασμός, ανεξάρτητος λεξικό γλώσσας δανικά, ανεξάρτητος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανεμόπτερο στα δανικά - svævefly, glider, flyet, glideren, svæveflyet
- ανεμώδης στα δανικά - blæsende, blæser, blæst, megen vind
- ανεξαρτησία στα δανικά - uafhængighed, selvstændighed, uafhængigheden, uafhængigt
- ανεπάρκεια στα δανικά - insufficiens, utilstrækkelige, nyrefunktion, utilstrækkelig, leverfunktion
Τυχαίες λέξεις
Ανεξάρτητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uafhængig, uafhængige, uafhængigt, selvstændig, selvstændigt
Μεταφράσεις: uafhængig, uafhængige, uafhængigt, selvstændig, selvstændigt