Ανεξάρτητος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανεξάρτητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onafhankelijk, soeverein, potentaat, beheerser, oppermachtig, zelfstandig, onafhankelijke, zelfstandige, onafhankelijk is
Ανεξάρτητος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεξάρτητος

ανεξάρτητος ενωτικός συνδυασμός, ανεξάρτητος παρατηρητής, ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος, ανεξάρτητος ευρωβουλευτής κρίτων αρσένης, ανεξάρτητος συνδυασμός, ανεξάρτητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανεξάρτητος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανεμόπτερο στα ολλανδικά - zweefvliegtuig, zeilvliegtuig, glider, glijder, zweefvliegen, zwever
  • ανεμώδης στα ολλανδικά - winderig, winderige, wind, veel wind, windy
  • ανεξαρτησία στα ολλανδικά - onafhankelijkheid, de onafhankelijkheid, zelfstandigheid, onafhankelijk, onafhankelijkheid van
  • ανεπάρκεια στα ολλανδικά - ontoereikendheid, insufficiëntie, onvoldoende, tekort, leverinsufficiëntie
Τυχαίες λέξεις
Ανεξάρτητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onafhankelijk, soeverein, potentaat, beheerser, oppermachtig, zelfstandig, onafhankelijke, zelfstandige, onafhankelijk is