Αξιοπιστία στα δανικά

Μετάφραση: αξιοπιστία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pålidelighed, pålideligheden, driftsikkerhed, driftssikkerhed, pålidelige
Αξιοπιστία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αξιοπιστία

αξιοπιστία ερωτηματολογίου, αξιοπιστία ποιοτικής έρευνας, αξιοπιστία των μμε, αξιοπιστία συνώνυμα, αξιοπιστία αυτοκινήτων, αξιοπιστία λεξικό γλώσσας δανικά, αξιοπιστία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αξιολύπητος στα δανικά - fattig, bedrøvet, kedelige, alt for løst, løst, sørgelige, woeful
  • αξιομνημόνευτος στα δανικά - mindeværdige, mindeværdig, mindeværdigt, uforglemmelig, uforglemmeligt
  • αξιοποιώ στα δανικά - udbytte, genvinde, kræve, tilbagekræve, tilbagesøge, kræve tilbagebetaling
  • αξιοπρέπεια στα δανικά - værdighed, værdigt, vaerdighed, værdigheden
Τυχαίες λέξεις
Αξιοπιστία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pålidelighed, pålideligheden, driftsikkerhed, driftssikkerhed, pålidelige