Αξιοπιστία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αξιοπιστία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confiança, segurança, confiabilidade, fiabilidade, a confiabilidade
Αξιοπιστία στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αξιοπιστία

αξιοπιστία ερωτηματολογίου, αξιοπιστία ποιοτικής έρευνας, αξιοπιστία των μμε, αξιοπιστία συνώνυμα, αξιοπιστία αυτοκινήτων, αξιοπιστία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αξιοπιστία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αξιολύπητος στα πορτογαλικά - pobre, lastimável, coitado, mísero, lamentável, fraco, woeful
  • αξιομνημόνευτος στα πορτογαλικά - memorável, memoráveis, inesquecível, memorable
  • αξιοποιώ στα πορτογαλικά - explorar, expluda, façanha, recuperar, reclamar, reivindicar, recuperar o, ...
  • αξιοπρέπεια στα πορτογαλικά - decoro, dígito, brio, dignidade, a dignidade, da dignidade
Τυχαίες λέξεις
Αξιοπιστία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: confiança, segurança, confiabilidade, fiabilidade, a confiabilidade