Αποδεσμεύω στα δανικά

Μετάφραση: αποδεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
løsrive
Αποδεσμεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεσμεύω

αποδεσμεύω english, αποδεσμεύω λεξικό γλώσσας δανικά, αποδεσμεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποδεκατίζω στα δανικά - decimere, decimerer, udslet, tynde ud
  • αποδεκτός στα δανικά - realitetsbehandling, antages til realitetsbehandling, til realitetsbehandling, antages
  • αποδημία στα δανικά - migration, indvandring, migrationen, migrering, vandring
  • αποδημώ στα δανικά - emigrere, udvandre, udvandrer, at emigrere, at udvandre
Τυχαίες λέξεις
Αποδεσμεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: løsrive