Αποκάλυψη στα δανικά
Μετάφραση: αποκάλυψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbenbaring, åbenbaringen, afsløring, åbenbaringens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκάλυψη
αποκάλυψη συνώνυμα, αποκάλυψη του ιωάννη κείμενο, αποκάλυψη – «βόμβα» με ποιον πασίγνωστο ηθοποιό είναι ζευγάρι η βάνα, αποκάλυψη το ένατο κύμα, αποκάλυψη τώρα, αποκάλυψη λεξικό γλώσσας δανικά, αποκάλυψη στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποικιακός στα δανικά - koloniale, Colonial, kolonial, kolonitiden, kolonistil
- αποικώ στα δανικά - koloni, kolonien, kolonistimulerende, koloniens
- αποκήρυξη στα δανικά - afvisning, fornægtelse, tilbagevisning, forkastelse, forstødelse
- αποκαθιστώ στα δανικά - genoprette, gendanne, genskabe, få, genetablere
Τυχαίες λέξεις
Αποκάλυψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: åbenbaring, åbenbaringen, afsløring, åbenbaringens
Μεταφράσεις: åbenbaring, åbenbaringen, afsløring, åbenbaringens