Αποκάλυψη στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποκάλυψη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apokalipsė, apreiškimas, atskleidimas, apreiškimo, apreiškimą, atradimas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκάλυψη
αποκάλυψη συνώνυμα, αποκάλυψη του ιωάννη κείμενο, αποκάλυψη – «βόμβα» με ποιον πασίγνωστο ηθοποιό είναι ζευγάρι η βάνα, αποκάλυψη το ένατο κύμα, αποκάλυψη τώρα, αποκάλυψη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποκάλυψη στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποικιακός στα λιθουανικά - kolonijinis, kolonijinio, kolonijinė, kolonijinio ir, kolonijiniu
- αποικώ στα λιθουανικά - emigruoti, kolonija, kolonijas, kolonijų, kolonijos, kolonijas sudarančių vienetų
- αποκήρυξη στα λιθουανικά - atsisakymas, atsižadėjimas, anuliavimas, išsižadėjimas, nepripažinimas
- αποκαθιστώ στα λιθουανικά - atkurti, atstatyti, atkūrimo, vėl, grąžinti
Τυχαίες λέξεις
Αποκάλυψη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apokalipsė, apreiškimas, atskleidimas, apreiškimo, apreiškimą, atradimas
Μεταφράσεις: apokalipsė, apreiškimas, atskleidimas, apreiškimo, apreiškimą, atradimas