Αποκοπή στα δανικά
Μετάφραση: αποκοπή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
standard, standarden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκοπή
αποκοπή έκθλιψη αφαίρεση, αποκοπή δικαιωμάτων προτίμησησ, αποκοπή γραμματική, αποκοπή σχεδίου σύνταξης, αποκοπή δικαιώματοσ, αποκοπή λεξικό γλώσσας δανικά, αποκοπή στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποκληρώνω στα δανικά - udrydde
- αποκολλώ στα δανικά - løsrive, løsne, klæbebåndet løsnes, løsnes
- αποκορύφωμα στα δανικά - øverst, højdepunkt, toppunkt, klimaks, højdepunktet, kulminationen
- αποκοτιά στα δανικά - apokotia
Τυχαίες λέξεις
Αποκοπή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: standard, standarden
Μεταφράσεις: standard, standarden