Αποκοπή στα φινλανδικά

Μετάφραση: αποκοπή, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
standardi, tavallinen, standardin, vakio, standardia
Αποκοπή στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκοπή

αποκοπή έκθλιψη αφαίρεση, αποκοπή δικαιωμάτων προτίμησησ, αποκοπή γραμματική, αποκοπή σχεδίου σύνταξης, αποκοπή δικαιώματοσ, αποκοπή λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αποκοπή στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποκληρώνω στα φινλανδικά - tehdä perinnöttömäksi, hävitän, perinnöttömäksi
  • αποκολλώ στα φινλανδικά - irrottaa, irrottamaan
  • αποκορύφωμα στα φινλανδικά - aallonharja, huippukohta, kärki, lakipiste, ylin kohta, orgasmi, kliimaksi, ...
  • αποκοτιά στα φινλανδικά - apokotia
Τυχαίες λέξεις
Αποκοπή στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: standardi, tavallinen, standardin, vakio, standardia