Αποκοπή στα ιταλικά
Μετάφραση: αποκοπή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amputazione, standard, norma, standard di, serie, livello
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκοπή
αποκοπή έκθλιψη αφαίρεση, αποκοπή δικαιωμάτων προτίμησησ, αποκοπή γραμματική, αποκοπή σχεδίου σύνταξης, αποκοπή δικαιώματοσ, αποκοπή λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποκοπή στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αποκληρώνω στα ιταλικά - diseredare, diseredato, distruggerò, diseredarlo, disinherit
- αποκολλώ στα ιταλικά - spiccare, scollare, staccare, Si stacca dal vetro, stacca dal vetro, unstick
- αποκορύφωμα στα ιταλικά - vertice, culmine, colmo, apice, vetta, cima, climax, ...
- αποκοτιά στα ιταλικά - apokotia
Τυχαίες λέξεις
Αποκοπή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: amputazione, standard, norma, standard di, serie, livello
Μεταφράσεις: amputazione, standard, norma, standard di, serie, livello