Αποκοπή στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποκοπή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ампутація, стандарт
Αποκοπή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκοπή

αποκοπή έκθλιψη αφαίρεση, αποκοπή δικαιωμάτων προτίμησησ, αποκοπή γραμματική, αποκοπή σχεδίου σύνταξης, αποκοπή δικαιώματοσ, αποκοπή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποκοπή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αποκληρώνω στα ουκρανικά - позбавляти спадщини
  • αποκολλώ στα ουκρανικά - відділіться, відчіпляти, роз'єднувати, роз'єднати, відклеювати, відклеюються, відклеюється, ...
  • αποκορύφωμα στα ουκρανικά - клімакс, верхівка, вершина, апекс, кульмінація
  • αποκοτιά στα ουκρανικά - apokotia
Τυχαίες λέξεις
Αποκοπή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ампутація, стандарт