Αποκοπή στα ρωσικά
Μετάφραση: αποκοπή, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отнятие, ампутация, стандарт, стандартный, стандартная, стандарта, стандартные
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκοπή
αποκοπή έκθλιψη αφαίρεση, αποκοπή δικαιωμάτων προτίμησησ, αποκοπή γραμματική, αποκοπή σχεδίου σύνταξης, αποκοπή δικαιώματοσ, αποκοπή λεξικό γλώσσας ρωσικά, αποκοπή στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αποκληρώνω στα ρωσικά - лишать наследства, лишить наследства
- αποκολλώ στα ρωσικά - отделяться, отцеплять, отвязать, выделить, отвязывать, отцепить, разъединить, ...
- αποκορύφωμα στα ρωσικά - вершина, макушка, бельведер, шпиц, пинас, климакс, верхушка, ...
- αποκοτιά στα ρωσικά - безрассудство, apokotia
Τυχαίες λέξεις
Αποκοπή στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: отнятие, ампутация, стандарт, стандартный, стандартная, стандарта, стандартные
Μεταφράσεις: отнятие, ампутация, стандарт, стандартный, стандартная, стандарта, стандартные