Αποκοπή στα πολωνικά

Μετάφραση: αποκοπή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odcięcie, amputacja, standard, norma, sztandar, poziom, wzorzec
Αποκοπή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκοπή

αποκοπή έκθλιψη αφαίρεση, αποκοπή δικαιωμάτων προτίμησησ, αποκοπή γραμματική, αποκοπή σχεδίου σύνταξης, αποκοπή δικαιώματοσ, αποκοπή λεξικό γλώσσας πολωνικά, αποκοπή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αποκληρώνω στα πολωνικά - wydziedziczyć, wydziedziczać, wydziedziczenie, rozproszę, wydziedziczy, wygubię
  • αποκολλώ στα πολωνικά - odczepić, oderwać, odłączać, odizolować, odseparować, oddzielać, odlepiać, ...
  • αποκορύφωμα στα πολωνικά - wieżyczka, zwieńczać, pinakiel, wierzchotek, wierzchołek, szczyt, finał, ...
  • αποκοτιά στα πολωνικά - lekkomyślność, nierozwaga, junactwo, ryzykanctwo, brawura, apokotia
Τυχαίες λέξεις
Αποκοπή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: odcięcie, amputacja, standard, norma, sztandar, poziom, wzorzec