Αποκόβω στα δανικά

Μετάφραση: αποκόβω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skåret ud, skære, udskåret, klippe ud, udskårne
Αποκόβω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκόβω

αποκόβω λεξικό γλώσσας δανικά, αποκόβω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποκρύπτω στα δανικά - kappe, kappen, garderobe, kåbe, cloak
  • αποκτώ στα δανικά - gribe, få, blive, skaffe, tage, vinde, opnå, ...
  • αποκόλληση στα δανικά - abruption
  • απολίθωμα στα δανικά - fossil, forstening, fossile, fossilt, af fossile, af fossilt
Τυχαίες λέξεις
Αποκόβω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skåret ud, skære, udskåret, klippe ud, udskårne