Αποκόβω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αποκόβω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отсече, засекуваат, отсечени, отсечени од, се намали од
Αποκόβω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκόβω

αποκόβω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αποκόβω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αποκρύπτω στα σλαβομακεδονικά - наметката, наметка, пелерина, прикрит
  • αποκτώ στα σλαβομακεδονικά - да се добие, добие, се добие, добијат, добиете
  • αποκόλληση στα σλαβομακεδονικά - абрупција
  • απολίθωμα στα σλαβομακεδονικά - фосилни, фосилните, фосил, фосилно, на фосилни
Τυχαίες λέξεις
Αποκόβω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: отсече, засекуваат, отсечени, отсечени од, се намали од