Αποκόβω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποκόβω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skera, skorið, að skera, klippa, draga úr
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκόβω
αποκόβω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποκόβω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποκρύπτω στα ισλανδικά - skikkjan, skikkju, skikkja, skikkja sem, möttul
- αποκτώ στα ισλανδικά - afla, ná, eignast, fá, að fá, færð, fengið, ...
- αποκόλληση στα ισλανδικά - abruption
- απολίθωμα στα ισλανδικά - steingervingur, jarðefna, jarðefnaeldsneytis, jarðefnaeldsneyti
Τυχαίες λέξεις
Αποκόβω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skera, skorið, að skera, klippa, draga úr
Μεταφράσεις: skera, skorið, að skera, klippa, draga úr