Αποκόβω στα εσθονικά

Μετάφραση: αποκόβω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahutama, katkestama, jõukas, lõigatud, valmis lõigatud, välja lõigatud, välja lõigata, lõigata
Αποκόβω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκόβω

αποκόβω λεξικό γλώσσας εσθονικά, αποκόβω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αποκρύπτω στα εσθονικά - keep, varjama, varjatud, mantli, keepi
  • αποκτώ στα εσθονικά - saavutama, hankima, omandama, saama, tooma, saada, saa, ...
  • αποκόλληση στα εσθονικά - eriväeosa, eraldumine, lahtimurdumine, irdumise
  • απολίθωμα στα εσθονικά - kivistis, fossiil, fossiilne, fossiilsete, fossiilseid, sisu fossiil, fossiilse, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκόβω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lahutama, katkestama, jõukas, lõigatud, valmis lõigatud, välja lõigatud, välja lõigata, lõigata