Αποπληρωμή στα δανικά
Μετάφραση: αποπληρωμή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagebetaling, godtgørelse, tilbagebetalingen, indfrielse, tilbagebetalt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποπληρωμή
αποπληρωμή δανείου οεκ, αποπληρωμή ε.φ.κ πετρελαίου 2013 (α ́δοση), αποπληρωμή λαεκ 2012, αποπληρωμή δανείου, αποπληρωμή δανείων μέχρι 60 χρόνια, αποπληρωμή λεξικό γλώσσας δανικά, αποπληρωμή στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποπληκτικός στα δανικά - indelukket, snerpet, indelukkede, tilstoppet, stoppet
- αποπληξία στα δανικά - slag, slagtilfælde, streg, takts, apopleksi
- αποπνέων στα δανικά - apopneon
- αποπνικτικός στα δανικά - lummer, trykkende, lumre, lummert, sensuel
Τυχαίες λέξεις
Αποπληρωμή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilbagebetaling, godtgørelse, tilbagebetalingen, indfrielse, tilbagebetalt
Μεταφράσεις: tilbagebetaling, godtgørelse, tilbagebetalingen, indfrielse, tilbagebetalt