Αποπληρωμή στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποπληρωμή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
annuïteit, afbetalingstermijn, terugbetaling, aflossing, de terugbetaling, vergoeding, terugbetaald
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποπληρωμή
αποπληρωμή δανείου οεκ, αποπληρωμή ε.φ.κ πετρελαίου 2013 (α ́δοση), αποπληρωμή λαεκ 2012, αποπληρωμή δανείου, αποπληρωμή δανείων μέχρι 60 χρόνια, αποπληρωμή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποπληρωμή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποπληκτικός στα ολλανδικά - benauwd, verstopte, bedompt, bedompte, benauwde
- αποπληξία στα ολλανδικά - beroerte, slag, een beroerte, takt, CVA
- αποπνέων στα ολλανδικά - apopneon
- αποπνικτικός στα ολλανδικά - zwoel, zwoele, sultry, broeierige, wellustige
Τυχαίες λέξεις
Αποπληρωμή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: annuïteit, afbetalingstermijn, terugbetaling, aflossing, de terugbetaling, vergoeding, terugbetaald
Μεταφράσεις: annuïteit, afbetalingstermijn, terugbetaling, aflossing, de terugbetaling, vergoeding, terugbetaald