Αποπληρωμή στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποπληρωμή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurgreiðslu, endurgreiðsla, endurgreiðslur, Endurgreiðslan, greidd
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποπληρωμή
αποπληρωμή δανείου οεκ, αποπληρωμή ε.φ.κ πετρελαίου 2013 (α ́δοση), αποπληρωμή λαεκ 2012, αποπληρωμή δανείου, αποπληρωμή δανείων μέχρι 60 χρόνια, αποπληρωμή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποπληρωμή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποπληκτικός στα ισλανδικά - loftlaus, stífla, stíflað, nefstífla, stífla í
- αποπληξία στα ισλανδικά - heilablóðfall, högg, heilablóðfalli, slag, slagi
- αποπνέων στα ισλανδικά - apopneon
- αποπνικτικός στα ισλανδικά - sultry
Τυχαίες λέξεις
Αποπληρωμή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: endurgreiðslu, endurgreiðsla, endurgreiðslur, Endurgreiðslan, greidd
Μεταφράσεις: endurgreiðslu, endurgreiðsla, endurgreiðslur, Endurgreiðslan, greidd