Αστυνομεύω στα δανικά

Μετάφραση: αστυνομεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
politi, Policing, politiarbejde, overvågninger, over overvågninger, overvågninger af
Αστυνομεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυνομεύω

αστυνομεύω λεξικό γλώσσας δανικά, αστυνομεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αστροφυσική στα δανικά - astrofysik, Astrophysics, astrofysikken, Astrofysisk
  • αστυνομία στα δανικά - politi, politiet, politisamarbejde, politiets, politi-
  • αστυνόμος στα δανικά - politibetjent, marskal, Marshal, Marechal, sherif, sheriffen
  • αστυφύλακας στα δανικά - politibetjent, Constable, betjent, konstabel, Betjenten
Τυχαίες λέξεις
Αστυνομεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: politi, Policing, politiarbejde, overvågninger, over overvågninger, overvågninger af