Αστυνομεύω στα σουηδικά

Μετάφραση: αστυνομεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
polis, Policing, polisarbete, polisverksamhet, Polisbevakning
Αστυνομεύω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυνομεύω

αστυνομεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αστυνομεύω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αστροφυσική στα σουηδικά - astrofysik, astrofysiken, astrophysics, astrofysikens
  • αστυνομία στα σουηδικά - polis, polisen, polisens, poliser
  • αστυνόμος στα σουηδικά - polis, marskalk, marskalken, Marshal, kalken
  • αστυφύλακας στα σουηδικά - polis, konstapel, Constable, konstapeln, länsman
Τυχαίες λέξεις
Αστυνομεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: polis, Policing, polisarbete, polisverksamhet, Polisbevakning