Ατονία στα δανικά
Μετάφραση: ατονία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svaghed, svage, svagheder, svækkelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατονία
ατονία της μήτρας και αιμορραγία μετά τον τοκετό, ατονία υπνηλία, ατονία εντέρου, ατονία αδυναμία κόπωση, ατονία στην εγκυμοσύνη, ατονία λεξικό γλώσσας δανικά, ατονία στα δανικά
Μεταφράσεις
- ατομικός στα δανικά - person, dødelig, individuel, individ, individuelle, enkelte, enkelt
- ατομικότητα στα δανικά - individualitet, personlighed, individualiteten
- ατονώ στα δανικά - svaghed, svage, svagheder, svækkelse
- ατραξιόν στα δανικά - fare, tiltrækning, attraktion, Type, seværdighed, seværdigheden
Τυχαίες λέξεις
Ατονία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svaghed, svage, svagheder, svækkelse
Μεταφράσεις: svaghed, svage, svagheder, svækkelse