Ατονία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ατονία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατονία
ατονία της μήτρας και αιμορραγία μετά τον τοκετό, ατονία υπνηλία, ατονία εντέρου, ατονία αδυναμία κόπωση, ατονία στην εγκυμοσύνη, ατονία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατονία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ατομικός στα ολλανδικά - hoofdelijk, enkeling, kerel, menselijk, knul, atomair, personage, ...
- ατομικότητα στα ολλανδικά - identiteit, individualiteit, eigenheid, persoonlijkheid, de individualiteit, individueel
- ατονώ στα ολλανδικά - zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
- ατραξιόν στα ολλανδικά - varen, gaan, rijden, karren, aantrekkelijkheid, aantrekkingskracht, attractie, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατονία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
Μεταφράσεις: zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt